δυνατότητα

Greek Monolingual

η
1. το να είναι κάτι δυνατό, ενδεχόμενο
2. ιδιότητα την οποία πρέπει να έχει μια ποιητική διήγηση κατά την οποία τα εξιστορούμενα ή διαδραματιζόμενα να φαίνονται ως δυνατά και πιθανά.