δυσέκκρουστος

English (LSJ)

δυσέκκρουστον, hard to disturb, shake, φυλακή S.E.M.7.23.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable, fig. imperturbable τῶν παραδιδομένων φυλακή Chrysipp.Stoic.2.17.

German (Pape)

[Seite 678] schwer herauszuschlagen; φυλακή Sext. Emp. adv. math. 7, 23.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέκκρουστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκρούσῃ ἢ ἀποδιώξῃ τις, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 23.

Russian (Dvoretsky)

δυσέκκρουστος: которого трудно выбить, т. е. стойкий (φυλακή Sext.).