δυσδιέξακτος

English (LSJ)

δυσδιέξακτον, hard to pass, βίος Porph.Abst.4.18.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de pasar, difícil de vivirβίος Porph.Abst.4.18.

German (Pape)

[Seite 678] schwer durch (bis ans Ende) zu führen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιέξακτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, βίος Πορφύρ. π. Ἀποχ. 4. 18.