δυσεπίκριτος

English (LSJ)

δυσεπίκριτον, hard to decide, Ap.Ty. Ep.19, Gal.13.789.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decidir, de juzgar τὸ ἄριστον τε καὶ δ. ref. al estilo, Ap.Ty.Ep.19, διαφωνία Gal.13.789.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu beurteilen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεπίκρῐτος: -ον, περὶ οὗ δυσκόλως τις κρίνει, Ἀπολλ. Τυαν. Ἐπ. 19.