δυσζηλία

English (LSJ)

ἡ, jealousy, Ath.13.589a.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ celos furiosos κατὰ φθόνον καὶ δυσζηλίαν Ath.589a.

German (Pape)

[Seite 680] ἡ, heftige Eifersucht, Ath. XIII, 589 b.

Greek (Liddell-Scott)

δυσζηλία: ἡ, ζηλοτυπία, Ἀθήν. 589Α.

Greek Monolingual

δυσζηλία, η (Α)
έντονη ζηλοτυπία.