δυσλεπής
English (LSJ)
δυσλεπές, rough-husked, κάρυον Nic.Al.271.
Spanish (DGE)
-ές difícil de pelar κάρυον Nic.Al.271.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δυσλεπής: -ές, δυσκόλως ἐκλεπιζόμενος, δυσκολοξεφλούδιστος, κάρυον Νίκ. Ἀλ. 271.
Greek Monolingual
δυσλεπής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα απολεπίζεται, που δύσκολα ξεφλουδίζεται.