δυσλεπής

English (LSJ)

δυσλεπές, rough-husked, κάρυον Nic.Al.271.

Spanish (DGE)

-ές difícil de pelar κάρυον Nic.Al.271.

German (Pape)

[Seite 683] ές, schwer abzuschälen, κάρυον Nic. Al. 271.

Greek (Liddell-Scott)

δυσλεπής: -ές, δυσκόλως ἐκλεπιζόμενος, δυσκολοξεφλούδιστος, κάρυον Νίκ. Ἀλ. 271.

Greek Monolingual

δυσλεπής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα απολεπίζεται, που δύσκολα ξεφλουδίζεται.