δυσπραγμάτευτος
English (LSJ)
[μᾰ], ον, hard to manage, λαός Plu.2.348f.
Spanish (DGE)
-ον de difícil trato λαός Plu.2.348f.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu behandeln, Plut. glor. Ath. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à manier.
Étymologie: δυσ-, πραγματεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσπραγμάτευτος: с трудом управляемый, с которым трудно справиться (λαὸς δορυφόρων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπραγμάτευτος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, δυσοικονόμητος, δύσχρηστος, Πλούτ. 2. 348Ε.
Greek Monolingual
δυσπραγμάτευτος, -ον (Α)
δυσκολομεταχείριστος, δυσοικονόμητος.