δυσταμίευτος
English (LSJ)
[ῐ], ον, hard to manage, πνεῦμα Arist.Aud.800b31.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de controlar, irreprimible τὸ γὰρ βίᾳ φερόμενον δυσταμίευτον Arist.Aud.802a6, τὸ πνεῦμα Arist.Aud.800b31.
German (Pape)
[Seite 688] womit schwer hauszuhalten ist, πνεῦμα Arist. audit. 12.
Russian (Dvoretsky)
δυστᾰμίευτος: плохо поддающийся распределению или с трудом управляемый (πνεῦμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσταμίευτος: -ον, δυσοικονόμητος, δυσκυβέρνητος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 12.
Greek Monolingual
δυσταμίευτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα κυβερνιέται ή τακτοποιείται.