δυσχάλινος

Greek (Liddell-Scott)

δυσχάλινος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰω. Χρυσόστ. 2, 6Β (Migne).

Spanish (DGE)

-ον resistente al freno, indómito ἵππος Chrys.M.49.21.

Greek Monolingual

δυσχάλινος, -ον (Α)
ο δυσχαλίνωτος.