δυσόδευτος

English (LSJ)

δυσόδευτον, hardly passable, App.Syr.21.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar ὄρος App.Syr.21, cf. Gloss.2.282.

German (Pape)

[Seite 685] schwer zu passiren, ὄρος App. Syr. 21.

Greek (Liddell-Scott)

δυσόδευτος: -ον, ὃν μετὰ δυσκολίας ὁδεύει τις, ὄρος Ἀππ. Συρ. 21.