δυσώπησις

German (Pape)

[Seite 692] ἡ, das Beschämen, die Scheu; das Erbitten, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσώπησις: -εως, ἡ, ἐπίμονος παράκλησις (πρβλ. δυσωπέω), Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1sentimiento de vergüenza c. gen. subj. πρὸς δυσώπησιν τῶν ἀκουόντων Sch.Er.Il.1.85d, abs. μετὰ δυσωπήσεως Epiph.Const.Haer.73.1.7.
2 acción de avergonzar, connfundir c. gen. obj. εἰς δυσώπησιν τῶν διαστρέφειν τοὺς ἄνδρας πειρωμένων Eus.Marcell.1.1.
II petición, súplica πρὸς δυσώπησιν τοῦ θεοῦ Sch.Er.Il.1.311, cf. Ps.Nonn.Comm.in Or.4.80, Rom.Mel.10.proem.2, οἱ ... ἐπίσκοποι ταῖς δυσωπήσεσι τινῶν ἀεὶ προσέχοντες Iust.Nou.3 proem.