δωροδέκτης
English (LSJ)
δωροδέκτου, ὁ, one that takes bribes, LXX Jb.15.34.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que se deja sobornar con regalos πῦρ καύσει οἴκους δωροδεκτῶν LXX Ib.15.34, cf. Men.Rh.416.
German (Pape)
[Seite 695] ὁ, der gern Geschenke nimmt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δωροδέκτης: -ου, ὁ, ὁ δεχόμενος δῶρα, Ἑβδ. (Ἰὼβ ιε΄, 34).
Greek Monolingual
ο (AM δωροδέκτης)
αυτός που δωροδοκείται.