δωροδοκῶ

Mantoulidis Etymological

(=δέχομαι δῶρα). Ἀπό τό δωροδόκος (δῶρον+δέχομαι). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα δέχομαι καί στό δίδωμι.