δόνησις

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, das Bewegen, Erschüttern.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 agitación οἱ γὰρ ὑπνοῦντες διεγειρόμενοι μετά τινος κραυγῆς ἢ δονήσεως Steph.in Hp.Aph.1.146.27.
2 ruido, zumbido μετὰ δονήσεως φερόμενον· τῷ δὲ ψόφῳ ὁ στεναγμὸς εἴκασται Sch.Er.Il.9.15b, cf. Hdn.Epim.23, Eust.733.39.