δός

English (LSJ)

δόθι, v. δίδωμι.

French (Bailly abrégé)

impér. ao.2 de δίδωμι.

Greek (Liddell-Scott)

δός: δόθι, ἴδε ἐν λ. δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δός: imper. aor. 2 к δίδωμι.