Ep. iterative of δίδωμι (q.v.).
v. δίδωμι.
ao.2 itér. de δίδωμι.
δόσκον: эп. aor. 2 iterat. к δίδωμι.
δόσκον: Ἰων. ἀόρ. β΄ τοῦ δίδωμι, Ὅμ.
see δίδωμι.
δόσκον: Ιων. αόρ. βʹ του δίδωμι.