δύσβιος

English (LSJ)

δύσβιον, = δυσβίοτος (making life wretched), AB 323.

Spanish (DGE)

-ον que hace la vida desdichada, An.Bachm.1.6.6.

Greek (Liddell-Scott)

δύσβιος: -ον, =τῷ ἑπομ., Α. Β. 323.

Greek Monolingual

δύσβιος, -ον (Α)
ο δυσβίοτος.

German (Pape)

δυσβίοτος, B.A. 323.