δύσθραυστος

English (LSJ)

δύσθραυστον, hard to break, Dsc.4.154, Gal. UP11.17.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de romper o partir de partes de plantas y de cartílagos, Dsc.1.4.1, 4.80, 154, Gal.3.919, Aët.2.196
difícil de triturar φρυγεῖσα κριθή Gal.6.509, ὅταν ὦσι χονδροὶ καὶ δύσθραυστοι (αἱ ἅλες) Gal.11.694, σκωρία μολύβδου Dsc.5.82, (λίθοι) Phlp.in de An.410.10.

German (Pape)

[Seite 681] = δύσθλαστος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δύσθραυστος: -ον, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, Διοσκ. 4. 143.

Greek Monolingual

δύσθραυστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα θραύεται.