δύσκε

English (LSJ)

v. δύω.

Russian (Dvoretsky)

δύσκε: (ν) эп. 3 л. sing. aor. iter. к δύω I.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκε: Ἰων. ἀντὶ ἔδυ, ἴδε ἐν λ. δύω.

Greek Monotonic

δύσκε: Ιων. αντί ἔδυ, γʹ ενικ. αορ. βʹ του δύω.