δύσπεμπτος
English (LSJ)
δύσπεμπτον, hard to banish, A.Ag.1190.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de expulsar κῶμος ... δ. ἔξω ... Ἐρινύων A.A.1190.
German (Pape)
[Seite 686] schwer fortzuschicken, Aesch. Ag. 1163.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à renvoyer.
Étymologie: δυσ-, πέμπω.
Russian (Dvoretsky)
δύσπεμπτος: которого трудно отослать прочь, т. е. неотвязный (κῶμος Ἐρινύων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσπεμπτος: -ον, δυσκόλως ἀποπεμπόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1190.
Greek Monolingual
δύσπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποπέμπεται.
Greek Monotonic
δύσπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ.