δύσρευστος

English (LSJ)

δύσρευστον, hardly flowing, of thick water, S.E.M.5.75 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον que fluye con dificultad τὸ ῥέον S.E.M.5.75.

German (Pape)

[Seite 688] schwer fließend, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

δύσρευστος: -ον, ὁ δυσκόλως ῥέων, ἰλυῶδες καὶ δυσρευστότερον Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 75.

Russian (Dvoretsky)

δύσρευστος: тяжело или медленно текущий (ὕδωρ ἰλυῶδες καὶ δυσρευστότερον Sext.).