French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de δίδωμι.
Greek Monotonic
δώομεν: Επικ. αντί δῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
δώομεν: эп. (= δῶμεν) 1 л. sing. aor. 2 conjct. к δίδωμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δώομεν ep. conj. act. 1 plur. van δίδωμι.