εγωιστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εγωιστή ή στον εγωισμό («εγωιστικές βλέψεις»)
2. αυτός που προέρχεται, γίνεται από εγωισμό ή για την ικανοποίησή του («εγωιστικές υποδείξεις»).