εθελοντικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον εθελοντή
2. αυτός που αποτελείται από εθελοντές («εθελοντικός στρατός»«).
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον εθελοντή
2. αυτός που αποτελείται από εθελοντές («εθελοντικός στρατός»«).