εθελοσφαγούμαι

Greek Monolingual

ἐθελοσφαγοῦμαι (-έομαι) (Μ)
προσφέρομαι να σφαγιασθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλω + θ. σφαγ- (εσφάγην-σφάζω)].