εκατοχρονίτης

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκατοχρονίτισσα και εκατοχρονίτρα, ουδ. εκατοχρονίτικο)
1. αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων, ο εκατοντούτης
2. ο πολύ ηλικιωμένος.