ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α ἐκβιαστής)νεοελλ.1. αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι με εκβιασμό2. αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό.