εκλεπτύνω

Greek Monolingual

(AM ἐκλεπτύνω)
καθιστώ κάτι λεπτό, ελαττώνω το πάχος ή την τραχύτητα
νεοελλ.
καθιστώ κάτι λεπτότερο, πιο ευγενικό, πιο πολιτισμένο
αρχ.
διυλίζω.