εκμεταλλευτής

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που εκμεταλλεύεται κάποια κερδοφόρα πηγή
2. αυτός που επωφελείται από τις ανάγκες άλλων και αποκομίζει αθέμιτα κέρδη ή άλλα οφέλη εις βάρος τους («εκμεταλλευτής τών εργατών»).