-ή, -ό1. αυτός που εκρηγνύεται ή που μπορεί να εκραγεί, να υποστεί έκρηξη, να ξεσπάσει2. επίρρ. εκρηκτικώς (-α)με τρόπο που επιφέρει έκρηξη.