ελαιόκαρπος

Greek Monolingual

ο
1. ο καρπός της ελιάς, και με περιληπτική έννοιασυγκομιδή του ελαιοκάρπου»)
2. τροπικό δέντρο που ο καρπός του μοιάζει με την ελιά.