ελαιόμετρο
Greek Monolingual
το
1. αραιόμετρο για τον προσδιορισμό της πυκνότητας τών ελαίων
2. δοκιμαστικός σωλήνας για έλεγχο της καθαρότητας του ελαιόλαδου.
το
1. αραιόμετρο για τον προσδιορισμό της πυκνότητας τών ελαίων
2. δοκιμαστικός σωλήνας για έλεγχο της καθαρότητας του ελαιόλαδου.