ελασματουργός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. (για μηχανήματα) αυτός που κατασκευάζει ελάσματα («ελασματουργή μηχανή», «ελασματουργό μηχάνημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελασματουργός
αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή ελασμάτων.
-ή, -ό
1. (για μηχανήματα) αυτός που κατασκευάζει ελάσματα («ελασματουργή μηχανή», «ελασματουργό μηχάνημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελασματουργός
αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή ελασμάτων.