εμπειροτέχνης
Greek Monolingual
ο (θηλ. εμπειροτέχνις, η)
αυτός που εξαιτίας της πείρας του σε κάποιον τομέα μπορεί να εκφέρει έγκυρη άποψη.
ο (θηλ. εμπειροτέχνις, η)
αυτός που εξαιτίας της πείρας του σε κάποιον τομέα μπορεί να εκφέρει έγκυρη άποψη.