Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εμπρηστής
Greek Monolingual
ο (Α ἐμπρηστής) νεοελλ. 1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος 2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη αρχ. αυτός που βάζει φωτιά.