εμπρηστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον εμπρησμό ή ο κατάλληλος για μετάδοση της φωτιάς («εμπρηστικές ύλες, βλήματα κ.λπ.»)
2. μτφ. αυτός που συντελεί στην αναζωπύρηση παθών («εμπρηστική αρθρογραφία»).