ενάερα
Greek Monolingual
και ανάερα
επίρρ. στον αέρα («γιομάτα τα σακκιά περνούν από τους ναύτες ενάερα στα χέρια τών χωριατών», Βλαχογ.).
και ανάερα
επίρρ. στον αέρα («γιομάτα τα σακκιά περνούν από τους ναύτες ενάερα στα χέρια τών χωριατών», Βλαχογ.).