εναποπνίγω

Greek Monolingual

ἐναποπνίγω (AM)
πνίγω κάποιον ή με κάτι, στραγγαλίζω (α. «ἐν ὕδασι... ἐναπέπνιξας τὸν πολέμιον δράκοντα», Μηναία
β. «ἐναποπνιγῆναι τῷ καπνῷ», Λουκ.).