ενασχόληση

Greek Monolingual

η
η εργασία με την οποία ασχολείται κανείς, και κυρίως άσχετα με το κύριο επάγγελμά του, περιθωριακά («ενασχόληση στη συλλογή γραμματοσήμων, στο κυνήγι» κ.λπ.).