ενδοκρινής

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που παράγει εσωτερική έκκριση ή αναφέρεται σ' αυτήν
2. «ενδοκρινείς αδένες» — αδένες τών οποίων το έκκριμα δεν αποχετεύεται με εκφορητικό πόρο αλλά εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος.