ενεχυρίαση

Greek Monolingual

η (Μ ἐνεχυρίασις) η ενέργεια του ενεχυριάζω, η παράδοση ενός πράγματος ως ενεχύρου («απαγορεύεται η ενεχυρίαση στρατιωτικών ειδών»).