ενθρόνιση

Greek Monolingual

και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) ενθρονίζω
ενθρονισμός, εγκαινίασηενθρόνιση αρχιερέα»
«παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῦ ναοῦ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.).