ενυπόστατος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐνυπόστατος, -ον)
αυτός που ενυπάρχει, που έχει υπόσταση, ύπαρξη, πραγματικός, υπαρκτός («ενυπόστατη κατηγορία»).
επίρρ...
ἐνυποστάτως
1. προσωπικά, ως πρόσωπο
2. πραγματικά, ουσιαστικά, αληθινά.