εξάπους

Greek Monolingual

-ουν και εξάποδος, -η, -ο (AM ἑξάπους, -ουν)
1. αυτός που έχει έξι πόδια
2. το ουδ. ως ουσ. τα εξάποδα
τα έντομα ή ζώα που έχουν έξι πόδια
3. αυτός που έχει μήκος έξι ποδών, εξάπεδος
3. (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες («μέτρον ἡρωικόν ἐστιν, ἑξάπουν», Δίον. Αλ.).