ἑξῆμαρ (Α)επίρρ. επί έξι ημέρες («ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε και ἧμαρ», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ήμαρ «ημέρα»].