εξίσωση

Greek Monolingual

η (AM ἐξίσωσις) εξισώνω
η αποκατάσταση της ισότητας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
νεοελλ.
ισότητα της οποίας τα δύο μέλη είναι ίσα, όταν ένα ή περισσότερα στοιχεία τους λάβουν συγκεκριμένες τιμές