εξαεριστήρας

Greek Monolingual

ο εξαερίζω
μηχάνημα με το οποίο γίνεται εξαερισμός (ανεμιστήρες, αεριστήρες, σωλήνες εξαερισμού, αεραγωγοί κ.λπ.).