εξερύω

Greek Monolingual

ἐξερύω, ιων. τ. ἐξειρύω (Α) ερύω
1. βγάζω έξω («πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ' ὤμου», Ομ. Ιλ.)
2. τραβώ έξω
3. αρπάζω κάτι, το αφαιρώ από άλλον («ἐξείρυσε χειρὸς τόξον», Ομ. Ιλ.).