ἐξινιάζω (Α)βγάζω, αφαιρώ τις ίνες («ἐγκεφάλους ὀρνίθων τε καὶ χοίρων ἐφθοὺς σφόδρα ἐξινιασθέντας», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ινιάζω (< ις, ινός, «ίνα»)].