(I)-έω ἐξογκῶ (Α)σχηματίζω όγκο, είμαι εξογκωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ογκώ (< όγκος)].(II)-όω ἐξογκῶ (AM)βλ. εξογκώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. εξογκώ (I)].